εξαημερία

εξαημερία
η , εξαήμερον τό шестидневка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξαημερία" в других словарях:

  • εξαημερία — εξαημερία, η και εξαμερία, η χρονικό διάστημα έξι ημερών, το εξαήμερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαημερία — και εξαμερία, η [εξαήμερος] χρονικό διάστημα έξι ημερών …   Dictionary of Greek

  • εξαμερία — η χρονικό διάστημα έξι ημερών, εξαημερία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί εξαημερία < εξαήμερος] …   Dictionary of Greek

  • εξάμερο — το 1. το εξαήμερο, η εξαημερία. 2. ως επίρρ., εξάμερο για έξι ημέρες, επί έξι ημέρες: Εξάμερο ταξιδεύαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαήμερο — το η εξαημερία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαμερία — η βλ. εξαημερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»